Η ιστορία ενός παλιού πουλοπιαστη!!!
Ρε, μάγκες, πάμε για στήσιμο;
– Μια φορά την είχα «πάθει» μικρός, κατά το ‘40. Με “χε στείλει ο πατέρας μου για μεροκάματο κι εγώ πήγα για στήσιμο, έπεσε καρφωτή. Ήρθε, με βρήκε, μου τράβηξε τις μπάτσες μου, αλλού κλουβιά κι αλλού ξόβεργα, όλο το δρόμο με κοπάναγε κι έγινα ρεντίκολο στη γειτονιά.
Κι όμως, το στήσιμο, για πάρα πολλά χρόνια, ήτανε ένα παιγνίδι, μια απασχόληση, μια συνήθεια, ένα χόμπυ… όπως αυτό του κυνηγού… και, μάλιστα, με περισσότερη τέχνη και υπομονή. Εκείνα τα χρόνια, τόσο τα προπολεμικά, όσο και τ” αμέσως μεταπολεμικά, όλος ο παιδόκοσμος, όλα τα παιδιά που κατοικούσαν στις παρυφές των πόλεων και στα χωριά, πηγαίνανε για στήσιμο.
Το στήσιμο γινότανε από έναν «Πουλολόγο». Σπάνια από δύο, διότι υπήρχε θέμα μοιρασιάς… Βέβαια, είχε μπούγιο το στήσιμο… Ακολουθούσανε και τ” άλλα παιδιά της γειτονιάς… περισσότερο για συμπαράσταση και για χάζεμα αλλά και σαν κολαούζοι… να κρατάνε τα μπόσικα δηλ. τα κλουβιά και τα παράκλουβα αλλά και τσίλιες αφού γινότανε και «καρφωτή» δηλ. να «πέσει πρόκα» στο δραγάτη ή στους χωροφύλακες αλλά και στους δασοφύλακες οπότε… Χρειαζόντουσαν, όμως, και τ” άλλα παιδιά για να τα σαλαγάνε από τις φαλαρίδες προς το δεντρί…
Ναι, μπορεί να μην ήτανε, όπως σήμερα, στο κυνήγι… που υπάρχουνε νόμοι, θηροφύλακες, προστατευμένα μέρη… όμως, και τότε, μια σχετική προστασία της φύσης και των πετούμενων τ” ουρανού, υπήρχε…
Το στήσιμο γινότανε ολοχρονίς… Οι σωστοί Πουλολόγοι, όμως, έβγαιναν μόνο το δίμηνο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου, άντε από 15 Αυγούστου μέχρι 15 Νοέμβρη που είχανε μεγαλώσει και τα φετιναράρια και ξέρανε τι κάνανε… αλλά και τα πουλιά, δεν ήταν ζευγαρωμένα, οπότε, μπουλούκια, ανέμελα, γυρίζανε δω κι εκεί, και με το κατάλληλο κράξιμο πέφτανε… Το χειμώνα, πού να πας για στήσιμο μ” εκείνο το ξεροβόρι, τις βροχές και τα χιόνια, ενώ την άνοιξη, κυκλοφορούσανε ζευγάρια οπότε, δεν πέφτανε…
Το καλοκαίρι, πρωί – πρωί άρχιζε η ζέστη… Βέβαια, ολοχρονίς, όποτε και να πήγαινες ένα, δύο τρία θα τα “φερνες, όμως, κείνο το δίμηνο Σεπτέμβρη – Οκτώβρη ήτανε μιλιούνια!
Όλη η περιμετρική πιτσιρικάδικη ζώνη της πόλης «ψάρευε» από γαρδέλια και φανέτα μέχρι σκαρθιά, λούγαρους και φλώρους! Το ενδιαφέρον επικεντρωνότανε στ” αρσενικά καθότι, τα θηλυκά, δεν κελαηδάνε! Αυτό ήτανε καλό, το αντίθετο θα ήτανε άσχημο αφού δε θα “χαμε μανάδες γι” αναπαραγωγή…
Οι μικροί Πουλολόγοι γνωρίζανε να ξεχωρίζουνε τ” αρσενικά από τα θηλυκά με μια ματιά… κι όχι στα γεννητικά όργανα αλλά από τη φάτσα και το χρώμα!
Ήτανε ένα πανηγύρι το στήσιμο για τα γειτονόπουλα, ένα πανηγυράκι επώδυνο αφού, η συντροφιά, έπρεπε να σηκωθεί αχάραγα! Είχανε συνεννοηθεί αποβραδίς, οπότε μ” ένα σφύριγμα, νυχτιάτικα, ήτανε όλοι στο πόδι και καθοδόν!
Ναι, τότε, δεν ήτανε κλειστά τα σπίτια των παρυφών της Πόλης… Ήτανε σπίτια χτισμένα με πέτρες ή πλίθρες, παμπάλαια, με σαθρά κουφώματα, μικρά τζαμάκια, γαλαρίες… οπότε και το περπάτημα ακουγότανε… Μαζεύονταν δύο, τρεις και τέσσερις μαζί που, όπως είπαμε, ο καθένας λειτουργούσε για πάρτη του και σπάνια «αβάκα»…
Υπό μάλης κουβαλούσανε τα κλουβιά, καθένα με το πουλί του, το πιο καλό σε κελάηδημα… Ήτανε οι λεγόμενοι «κράχτες» που έπρεπε » να το λένε» καλά για να «κατεβάζουνε» από τον ουρανό τ” αδέλφια και ξαδέλφια τους…
Ένα κλουβί με φανέτο, ένα με γαρδέλι, κλπ. ανάλογα τι ήθελες να αιχμαλωτίσεις… Ακόμη, κουβαλούσανε κενά κλουβιά για «μελλοντικές φυλακίσεις», καπατζίκια, κανναβούρι, παγούρι με νερό, καμιά αγκωνή ψωμί, το κέρατο με την κόλλα, ξόβεργα… Τόσο τα προπολεμικά χρόνια όσο και τ” αμέσως μεταπολεμικά -μέχρι το 1955 περίπου- η κόλλα φτιαχνότανε από μέρες πριν… Μαζευότανε από το καλοκαίρι κι από τ” άνθη αγκαθιών… Κι εκεί, πλέον, σου “φευγε η σαγονιά! Μάσαγες, μάσαγες… έδινες και στο φίλο σου το Θανάση να μασίξει, και στην Ελενίτσα…
Ουκ ολίγα παιδιά που έπασχαν από αδενοπάθεια… αυτό ήτανε αποτέλεσμα του μασήματος του άνθους τ” αγκαθιού! Το μασημένο αγκάθι το “φτυνες μέσα στο κέρατο βοδιού ή τράγου ή κατσίκας!
– Πηγαίναμε, στα Σφαγεία, μου “πε ο μπάρμπα – Ντίνος, και βρίσκαμε κέρατα… Ρίχναμε κι ελάχιστο λάδι, για να δουλεύεται… και μ” ένα ξυλάκι χτυπάγαμε το περιεχόμενο μέχρι να γίνει αλοιφή!
Αυτό ήτανε η κόλλα για τα ξόβεργα ή τα βεργιά… Η διαφορά των πρώτων από τα δεύτερα ήτανε στο μήκος και στο πάχος, δηλ. το ξόβεργο -πάχους σαν καλαμάκι από σουβλάκι- είχε μήκος περί τα 30 εκ. ενώ το βεργί κάπου 15 εκ. και πιο λεπτό…
Η τεχνική της κόλλας στο ξόβεργο ήτανε, να τ” αλείφεις ολόκληρο και ν” αφήνεις μόνο τη μια άκρη του εκτός, αυτή την άκρη την τοποθετούσες εντός μικρού καλαμιού από αγκάθι -μήκους 5-6 εκ. περίπου- και την άλλη άκρη του καλαμοαγκαθιού την πέρναγες στο αντίστοιχο κλαδάκι του δέντρου… Τα βεργιά τοποθετούνταν κι αμολυτά πάνω στα κλαδιά πασαλειμμένα με κόλλα… Το δεντράκι που επιλεγότανε για το στήσιμο ήτανε μοναχικό… ένα, ενάμισο μέτρο ύψους… Εάν δεν υπήρχε τέτοιο δεντράκι, οι Πουλολόγοι φέρνανε από το σπίτι, επί τούτοις κομμένη μικρή γκορτσιά και τη στήνανε…
Τα κλουβιά – κράχτες μπαίνανε σταυρωτά 4-5 μ. μακριά από το δεντράκι-παγίδα, καμουφλαρισμένα για να μη φαίνονται αφού, τα μικρά πτηνά, δεν ήτανε και τόσο «κουτορνίθια»… Παράλληλα, στο κάτω μέρος του δεντριού ή συγκρατητά στα κλουβιά-κράχτες τοποθετούνταν τα καπατζίκια που ήτανε μικρά κλουβιά στο στυλ ποντικοπαγίδας! Στον πάτο τους είχανε λίγο κανναβούρι οπότε, κελαηδώντας ο κράχτης, τα κατέβαζε και κάποιο απ” αυτά, έμπαινε και στο καπατζίκι να φάει, έπεφτε η οροφή και το “κλεινε μέσα!
Με την ανατολή του ήλιου άρχιζε η εναέρια κίνηση… Σμήνη πουλιών, τα λεγόμενα μπουλούκια, γεμάτα ζωή, πετούσανε -μ” έναν αρχηγό μπροστά- οπότε έπεφταν στο δεντράκι-παγίδα! Εκεί γινότανε το χαμός! Δεκάδες απ” αυτά κολλούσανε με τα πόδια τους… Για ν” απαλλαγούνε φτεροκοπούσανε οπότε κολλούσανε και τα φτερά τους… Αν δεν κολλούσανε τα φτερά τους ήτανε σε θέση να την κάνουνε και να φύγουνε με το βεργί ή το ξόβεργο «ανά πόδας»!. Μετά οι Πουλολόγοι είχανε το λόγο… Από εκεί και πέρα εξαρτιότανε, ποιος ο σκοπός τους… Στήνανε για να πιάνουνε ένα, δυο γαρδέλια ή για μεγαλύτερη σοδειά.
Οι χομπύστες του είδους, ελευθέρωναν τα θηλυκά. Από τα λοιπά, κρατούσαν δύο, τρία από τα -κατά τη δική τους εκτίμηση- πιο δυνατά στο κελάηδημα ή αν είχανε προδιαγραφές καλού «αοιδού»! Αυτά τα τοποθετούσανε στα κλουβιά, καθένα ξεχωριστά ή, προσωρινά, δύο, τρία μαζί… Εφόσον ήτανε πρωί, οπότε δεν είχανε βοσκήσει, τους έβαζαν κανναβούρι και νερό… Περί ώρα 10 γύριζαν αφού, από εκεί και πέρα, ο ήλιος δεν επέτρεπε στα πουλιά να κυκλοφορούνε… Κάποιες φορές έστηναν και τις απομεσημεριάτικες ώρες, μετά το σχολειό και τη δουλειά, όμως, με λιγότερο πιθανότητες για πολλές συλλήψεις…
Υπήρχαν, όμως, αυτοί που πήγαιναν για στήσιμο και ενώ έπιαναν και κρατούσαν αυτά που ήθελαν, τα λοιπά, τα μαδούσαν αυτοστιγμεί οπότε άναβαν μια πρόχειρη φωτιά και τα έψηναν και τα έτρωγαν ή τα έριχναν στον ντορβά, τα ξεπουπούλιαζαν και τα τηγάνιζαν μ” αβγά στο σπίτι ή στην ταβέρνα ενώ άλλοι τα πάστωναν… Αυτή την τύχη είχανε τα τσιροπούλια…
Οι χομπύστες διατηρούσανε, στο σπίτι, και ολόκληρο υπερμεγέθη κλωβό δηλ. έκλειναν το κάτω μέρος της εξωτερικής σκάλας με σύρμα οπότε εκεί στοίβαζαν και 100 πουλιά… ενώ άλλοι έφτιαχναν πολύ μεγάλο κλουβί δηλ. 3Χ3Χ3, με συνέχεια το πλυσταριό ή κάποιο κλουβί για να βρίσκουν καταφύγιο το χειμώνα! Αυτοί που έπιαναν πολλά, κρατούσαν τα καλά και τα λοιπά τα διένειμαν σε φίλους, συγγενείς, γνωστούς… Μέχρι να φθάσουνε στο σπίτι, περνούσανε καμαρωτά στα σοκάκια της γειτονιάς με τα «θηράματα»!
Τα κλουβιά εκείνη την εποχή ήτανε ξύλινα χειροποίητα με συρματάκια… Έφτιαχναν κάποιοι στο σπίτι τους και τα πουλούσανε. Μάλιστα, κάποιοι είχανε ως χόμπυ την κατασκευή -ακόμη και σήμερα- ενός κλουβιού…
Αργότερα, έφτιαχναν και οι φαναρτζήδες κλουβιά από λαμαρίνα, υποδεέστερης ποιότητας γιατί, πώς να ζεσταθεί το πουλί στο σίδερο… Πολύ αργότερα, βγήκανε τα πλαστικά κλουβιά ταυτόχρονα με τις πλαστικές καρέκλες! Γύρω στο ’55 ανακαλύφθηκε το κρέπ! Το κρέπ ήτανε ένα κίντρινο χημικό κατασκεύασμα, που χρησιμοποιείτο για σόλες, πρώτα στα γυναικεία παπούτσια και αργότερα στ” αντρικά! Μάλιστα, ήτανε, σαν σόλα αρκετά παχιά, κάπου 3, 4 και 5 πόντους! Τακούνια από κρέπ… Φύλλα κρεπ πουλούσανε και οι τσαγκάρηδες… Από εκεί έπαιρναν τα παιδιά ή έβγαζαν την κρεπ σόλα από παλιά παπούτσια και έβραζαν το κρεπ… Το έβραζαν σε κατσαρολάκια, το κρεπ έλοιωνε στη φωτιά και λιγόστευε κατά τα 2/3 από θέμα βάρους κι όγκου! Σε κατσαρολάκια πλέον κι όχι σε κέρατο έφτιαχναν την κόλλα κι ήτανε πολύ αποτελεσματική! Γλύτωναν τα παλιόπαιδα από το μάσιμα του αγκαθιού που τους έφευγε η μασέλα! Λίγο αργότερα, βγήκανε και τα έτοιμα ξόβεργα τα οποία ήτανε σαν καλαμάκια από σουβλάκι. Ήτανε από οξιά, έτοιμα, με την κόλλα τους…
Κάποιοι παρανομούσαν εντελώς αφού έβαζαν δίχτυα μ’αγκίστρια στο κάτω μέρος του δεντριού ή πήγαιναν κατευθείαν στις φωλιές κι έπαιρναν τα μικρά… Παραφύλαγαν από μέρες, παρακολουθούσαν τις μανάδες και… Άδικοι ήταν κι όσοι έστηναν την άνοιξη που ήτανε, τα μικρά, πολύ μικρά, ξεπεταρόνια…
Τα πουλιά που ήταν στη λίστα ήταν αρκετά. Γαρδέλια (έχουν κόκκινο στο κεφάλι ενώ, το καλλίτερο γαρδέλι, ο «κερασίτης» είναι πιο κόκκινο το χρώμα του στο κεφάλι κι εκεί που τελειώνει το κόκκινο κι αρχίζει το μαύρο έχει κανά δυο βούλες κόκκινο). Το χρώμα του γαρδελιού, βασικά, είναι καφετί με λίγο κίτρινο στα φτερά. Όλο καφετί είναι το Φανέτο! Το αρσενικό -πάντα γι” αρσενικά, μιλάμε- έχει κόκκινες βούλες στο κεφάλι και στο στήθος. Ο Λούγαρος -το λουγαράκι- έχει χρώμα κιτρινοπράσινο. Ο Φλώρος είναι κίτρινος. Το Σκαρθί μοιάζει σχεδόν με το λούγαρο με περισσότερο το πράσινο. Η Σιταρίθρα με χρώμα σαν τον καρπό του σιταριού, κελαηδάει κι αυτή κι είναι εποχιακή.
Ο Αγριόσπουργος… Όλα τα σπουργίτια ελευθερώνονταν εκτός, εκτός κι αν έπεφταν σε Πουλουλόγους-φαγάδες που, το βράδυ, τα πήγαιναν στην ταβέρνα. Από αυτά που είπαμε, τα βασικά, αν κάτι άλλο πιανότανε, το παράξενο ή το ασυνήθιστο -και δεν ήταν λίγες οι φορές που συνέβαινε αυτό- αποτελούσε θέμα συζήτησης και περιεργείας. Στο τέλος το “τρωγε το σκοτάδι κι αυτό…
Έτσι και δεν πήγαινες καλά στα γράμματα κι έμενες στις ακριανές περιοχές της Πόλης, ο δάσκαλος ή ο καθηγητής σε ειρωνευότανε με το «πάλι για γαρδέλια πήγαμε Κώστα»…
Οι Πουλολόγοι δεν πήγαιναν για στήσιμο μόνο από χόμπυ αλλά και από συμφέρον… Πολλοί πουλούσανε επιστρέφοντας ή μετά από κάποιες μέρες που τα κρατούσανε στο σπίτι και τα κατατάσσανε σε κατηγορίες (αυτό το λέει καλά, αυτό όχι τόσο…). Ερχότανε ο αγοραστής και τ” άκουγε, οπότε το πλήρωνε και το “παιρνε σε κλουβί που είχε φέρει…
Υπήρχανε πολλοί υποκόντριοι με τα πουλιά πους είχανε από τρία τέσσερα κλουβιά ο καθένας και κάθε πρωί τα πλένανε με το λάστιχο και τους έβαζαν αντίδι… Τα κρεμούσανε σε σύρματα από ψηλά για να μην τα φθάνουνε οι γάτες… Τότε, ο κοσμάκης, έδινε μεγάλη σημασία στα πετούμενα των κλουβιών και γινότανε κρυφός συναγωνισμός τίνος είναι καλλίτερο… Δεν υπήρχανε τηλεοράσεις μα ούτε και ραδιόφωνα… Έτσι, το γαρδέλι ή το φανέτο που το εκπαίδευαν κοντά σε καναρίνι κι «έπαιρνε» φωνές… ήτανε είδος ψυχαγωγίας… Αυτά τα πουλιά ζούνε και 15 χρόνια! Γαρδέλι, Φλώρος και Φανέτο τρώνε καναβούρι. Τα άλλα δύο, Λούγαρος και Σκαρθί, τρώνε ανάμεικτο, καναβούρι και κεχρί.
Το αηδόνι, λένε, δε ζει στο κλουβί. Ο δεινοί Πουλολόγοι παρακολουθούσανε την άνοιξη τη φωλιά που έστρωνε η αηδόνα και όταν τα έβγαζε πήγαιναν και τα έπαιρναν… Όπως και τα γαρδέλια έτσι και τα αηδόνια, τα μάτια τους τα μικρά τ” ανοίγουνε σε 8 μέρες… Άνοιγαν τα μάτια τους και γνώριζαν ως αφεντικό τον Πουλολόγο που τα τάιζε με μείγμα κιμά-τριμμένο στραγάλι… μ” ένα ξυλάκι.
Όλο και γίνονταν ψιλοτσακωμοί στα στησίματα… «Γιατί μου πήρες το γαρδέλι που το τράβηξε το δικό μου…». και τέτοια. Το στήσιμο θέλει νηνεμία. Όταν φυσάει δεν πέφτουνε τα πουλιά, το ίδιο κι όταν βρέχει. Λουμώνουνε για να προφυλαχθούνε. Τους χειμερινούς μήνες, αυτά τα πέντε είδη πουλιών θέλουνε να είναι σ” εσωτερικό χώρο. Κυρίως, θέλουνε προσοχή στο ρεύμα αέρα… Αν τα χτυπάει πάντα από το ίδιο σημείο είναι πολύ άσχημο και τελειωτικό για τα πουλιά…
Οι διασταυρώσεις -έβγαιναν οι μούλοι- γίνονταν μεταξύ αυτών των πέντε ειδών, με καναρίνι, κι όχι μεταξύ τους… Το καλλίτερο γαρδέλι είναι ο Κερασίτης. Υπάρχει και το Μαυρογάρδελο (πολύ μαύρο στο κεφάλι), το Μαυρομούστακο… Ένα πολύ καλό γαρδέλι ξεπερνάει το καναρίνι στο κελάηδημα! Το γαρδελοκάναρο σίγουρα ξεπερνάει το καναρίνι. Το γαρδέλι με την κανάρα ζευγαρώνουν στο κλουβί που λέγεται, ζευγαρόστρα διαστάσεων 60Χ30Χ25, τρίπορτο, με δύο φωλιές. Το θηλυκό δε ζει στο κλουβί! Για να ζήσει χρειάζεται το ταίρι του!
Τα καλά πουλιά τα έκλεβαν! Παραφύλαγαν, πότε θα λείψει η νοικοκυρά ή ο νοικοκύρης και ή το “παιρναν με το κλουβί ή έπαιρναν το καλό κι άφηναν ένα λοβό! Εάν ήτανε κρεμασμένο στο παράθυρο, τη νύχτα, με ένα ξύλο που είχε στο πάνω μέρος μία πρόκα, ξεκρεμούσανε το κλουβί και το έπαιρναν!
Περί ασθενειών δε γνώριζαν τότε οι πιτσιρικάδες αλλά κι οι μεγάλοι δεν ήξεραν τίποτα. Τώρα με τη γρίπη τι ακριβώς συμβαίνει, ποιος ξέρει.
Τώρα δεν υπάρχουν πουλολόγοι. Αλλά και τα πουλιά έχουν λιγοστέψει. Τα πέθαναν τα φυτοφάρμακα. Από τότε που για το παραμικρό ρίχνανε «Ντι ντι τι» λιγοστέψανε και τα πουλιά και τα άλλα ζούδια.
– Να σου πω ρε Θοδωρή, μπορείς να μου βρεις κανένα καπατζίκι;
Πληροφορίες από:
“http://www.e-artemis.gr/”