Μοναδικά ενδημικά πουλιά της Κύπρου.

Μοναδικά ενδημικά πουλιά της Κύπρου.

Πολλοί ξένοι παρατηρητές και φωτογράφοι πτηνών από όλο τον κόσμο επισκέπτονται την Κύπρο κάθε χρόνο για να δουν τη μεγάλη ποικιλία πουλιών, κυρίως την εποχή της αποδημίας των πουλιών, αλλά ως επί το πλείστον ενδιαφέρονται να δουν και να φωτογραφίσουν τα ενδημικά είδη της Κύπρου.

Ήταν στο δεκάλιρο.

Ο τρυπομάζης, Cyprus Warbler (Sylvia melanothorax): Είναι ένα από τα τρία ενδημικά είδη της Κύπρου και απεικονιζόταν κάποτε στο κυπριακό δεκάλιρο (περασμένα μεγαλεία). Φωλιάζει μόνο στην Κύπρο και πουθενά αλλού στον κόσμο. Είναι αποδημητικό πουλί αλλά σχετικά μικρών αποστάσεων και τον χειμώνα αποδημεί σε κοντινές χώρες, όπως Ισραήλ, Ιορδανία, Αίγυπτο για να ξεχειμωνιάσει.

Είναι μικρόσωμο πουλί και ανήκει στη μεγάλη οικογένεια Συλβιίδες (Sylviidae) όπως και το αμπελοπούλι, που τρέφεται κυρίως με έντομα, αράχνες και με άγριους καρπούς όπως βατόμουρα. Φτιάχνει τη φωλιά του την άνοιξη σε χαμηλούς θάμνους χρησιμοποιώντας μαλακά χόρτα και άλλα υλικά από τη φύση, γεννώντας από τρία έως πέντε γκριζωπά πιτσιλωτά αβγά.

Μετά την επώαση των αβγών που διαρκεί περίπου 14 μέρες και οι δύο γονείς αναλαμβάνουν το μεγάλωμα των νεοσσών, κουβαλώντας ασταμάτητα έντομα στους αχόρταγους νεοσσούς. Συνήθως, και όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αναπαράγεται δύο φορές κατά την περίοδο της άνοιξης. Το συναντάμε τόσο σε παράλιες περιοχές όσο και σε ορεινές.

Πρόκειται για αεικίνητο πουλί που τρυπώνει σε πυκνούς θάμνους εξ ου και το όνομά του τρυπομάζης, είναι δε ιδιαίτερα δύσκολο να το δει κανείς. Η εμφάνιση των δύο φύλων διαφέρει, με το αρσενικό να υπερισχύει κατά πολύ σε ομορφιά. Μεγάλος εχθρός των πουλιών αυτών είναι το πουλί τρυποβάτης ή μαυροτσιροβάκος Sardinian Warbler (Sylvia melanocephala), όπου έχει αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός του και έχει την ιδιότητα να εκτοπίζει τον ενδημικό τρυπομάζη.

Η σκαλιφούρτα ή ο πετροκλής της Κύπρου, Cyprus wheatear (Oenanthe cypriaca): Είναι ένα από τα τρία ενδημικά είδη της Κύπρου και ανήκει στην οικογένεια Μυγοθηρίδες (Muscicapidae). Φωλιάζει μόνο στην Κύπρο και πουθενά αλλού στον κόσμο και το συναντάμε τόσο σε παράλιες περιοχές όσο και σε ορεινές αν και προτιμά τις δασώδεις.

Είναι αποδημητικό πουλί και τον χειμώνα αποδημεί σε χώρες όπως το Σουδάν και η Αιθιοπία για να ξεχειμωνιάσει, μερικά πουλιά όμως μένουν στην Κύπρο και τον χειμώνα, σε ορεινές περιοχές.

Είναι μικρόσωμο, μαυρόασπρο πουλί και σχεδόν αποκλειστικά εντομοφάγο, κάποτε μπορεί να τραφεί με μικρές σαύρες. Φτιάχνει τη φωλιά του την άνοιξη σε μικρά κοιλώματα, σε όχθες αγροτικών δρόμων, ξερολιθιές, και γενικά όπου βρουν κατάλληλο κοίλωμα ή τρύπα, χρησιμοποιώντας μαλακά χόρτα και άλλα υλικά από τη φύση.

Γεννά από τρία έως πέντε γαλαζοπράσινα πιτσιλωτά αβγά που εκκολάπτονται μετά από 14 μέρες επώασης και την ευθύνη του μεγαλώματος των νεοσσών αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς. Συνήθως και όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές αναπαράγεται δύο φορές κατά την περίοδο της άνοιξης.

Το αρσενικό και το θηλυκό πουλί δεν έχουν ιδιαίτερες διαφορές στο χρώμα, ενώ το φθινόπωρο πριν την αποδημία αλλάζει  το μαυρόασπρο χρώμα παίρνοντας ένα μαυροκαφέ χρώμα.

Το πουλί αυτό είναι πολύ εύκολο να το δει κάποιος, καθώς αρέσκεται να κάθεται και να παραμονεύει τη λεία του σε ψηλά σημεία όπως κορυφές δέντρων, καμπαναριά, κεραίες σπιτιών, ηλεκτρικούς πασσάλους και σύρματα. Φυσικοί εχθροί αυτών των πουλιών είναι τα φίδια, οι κουρκουτάδες και οι ποντίκες που κατασπαράζουν αβγά και νεοσσούς από τις φωλιές, λόγω του ότι αυτές βρίσκονται συνήθως σε μικρά κοιλώματα, σε χαμηλές όχθες και είναι προσιτές στους θηρευτές αυτούς.

Νυχτόβια κουκουβάγι.

Θουπί – Cyprus Scops Owl ( Otus Cyprius ): Ενδημικό υποείδος της Κύπρου μέχρι τώρα, αλλά πρόσφατες έρευνες και αναλύσεις DNA έδειξαν ότι πρόκειται για καθαρά ενδημικό είδος της Κύπρου και σύντομα θα καταχωρισθεί και θα συγκαταλέγεται στα ενδημικά της είδη ανεβάζοντας τον αριθμό τους στα τρία.

Το θουπί είναι είδος μικρόσωμης νυκτόβιας κουκουβάγιας που ανήκει στην οικογένεια των Γλαυκιδών (Strigidae) και αποτελεί την πιο μικρόσωμη κουκουβάγια της Ευρώπης. Συναντάτε κυρίως σε ορεινές περιοχές, τρέφεται με μικρά τρωκτικά, μικρά ερπετά κυρίως σαύρες, μεγάλα έντομα και θεωρείται πολύ ωφέλιμη για τη γεωργία. Φωλιάζει σε χαλάσματα, σε τρύπες, σε όχθες, γκρεμούς και κουφάλες δέντρων και γεννά τρία έως έξι αβγά λευκού χρώματος.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν και αυτό πρόκειται για αποδημητικό είδος, και αν είναι, πού πάει – μόνο με δακτυλίωση μπορεί αυτό να γίνει εφικτό. Στο πάνω μέρος της κεφαλής του έχει δύο φτερά που μοιάζουν με αφτιά εξ ου και το λατινικό πρώτο όνομά του (γένος), Otus, που σημαίνει αφτιάς.

Τη μέρα είναι πολύ δύσκολο να το δει κάποιος, καθώς τα χρώματά του τού προσφέρουν μια τέλεια παραλλαγή και γίνεται ένα με το περιβάλλον, ιδίως όταν κάθεται κοντά στον κορμό ενός δέντρου ή ανάμεσα και πάνω σε πέτρες. Το αρσενικό και το θηλυκό πουλί δεν έχουν διαφορές στο χρώμα.

Αναγνωρίζονται παγκόσμια έξι υποείδη του είδους αυτού (μαζί με το κυπριακό υποείδος το οποίο τώρα θα κηρυχτεί ξεχωριστό είδος και ενδημικό), τα οποία διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους. Ένα από αυτά το συναντάμε στην Ελλάδα και είναι ο γνωστός μας γκιώνης.

Μπορούμε να τον δούμε τη νύχτα σε ορεινές περιοχές να κάθεται σε ηλεκτρικά σύρματα, να καλεί με το χαρακτηριστικό του μονότονο κλάμα και να παραμονεύει τη λεία του. Δυστυχώς, υπάρχουν διάφοροι μύθοι, φυσικά αδικαιολόγητοι, οι οποίοι συνδέουν τα πουλιά αυτά, αλλά και άλλα είδη κουκουβάγιων με τον θάνατο.

Συγκεκριμένα ένας από τους μύθους αυτούς λέει ότι εάν ακούσεις κουκουβάγια έξω από το σπίτι σου θα συμβεί θάνατος μέσα στην οικογένεια. Φυσικά όλοι αυτοί οι μύθοι και οι προκαταλήψεις δρουν εναντίον των πουλιών, διότι έχουν ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να φοβούνται και να τα σκοτώνουν ή να καταστρέφουν τις φωλιές τους για να τα αναγκάσουν να φύγουν. Να σημειώσω ότι οι προκαταλήψεις αυτές υπάρχουν και σε πολλές άλλες χώρες.

Και τα τρία αυτά ενδημικά πουλιά της Κύπρου προστατεύονται από αυστηρή νομοθεσία.

Πληροφορίες από:

“http://politis.com.cy/”

Δείτε επίσης...