Κατσουλιέρης (Galerida cristata).
Ο Κατσουλιέρης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορυδαλιδών, ένας από τους κορυδαλούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο.
Αποτελεί πολύ σημαντικό ενδημικό υποείδος στην Κύπρο, την Ρόδο και την Κάρπαθο (και τα γύρω μικρότερα νησιά).
Ο κατσουλιέρης είναι από τα πλέον διαδεδομένα χερσόβια στρουθιόμορφα, αποκλειστικά ως καθιστικό πτηνό και χαρακτηρίζεται από τα «γήινα» χρώματα στο πτέρωμά του, το χαρακτηριστικό ανορθωμένο λοφίο και, τέλος, το μελωδικό τραγούδι του.
Ο κατσουλιέρης διαβιοί σε ποικιλία οικοτόπων οπως οι ανοικτές, χέρσες, συνήθως επίπεδες εκτάσεις με αραιή βλάστηση. Επίσης, οι καλλιέργειες και άλλες τεχνητές ξηρές ή και ημιερημικές επιφάνειες όπως κατά μήκος σιδηροδρομικών γραμμών, αεροδρόμια, ναυπηγεία, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, πλαϊνά δρόμων και εγκαταλελειμμένες τοποθεσίες.
Στην Ελλάδα, ο κατσουλιέρης απαντά σε χέρσα εδάφη, πετρώδεις και αμμώδεις θέσεις, αμμοθίνες, ημιέρημες περιοχές αλλά και σε πεδινές ή θαμνώδεις τοποθεσίες, άλση, χωριά και πόλεις . Επίσης, σε αμπελώνες, αλατούχα έλη και λασπώδεις θέσεις σε υγροτόπους, ακόμη και σε παραλίες. Απαντά από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1200 μ. ή και ψηλότερα.
Όπως οι περισσότεροι κορυδαλοί, ο κατσουλιέρης είναι μικρού μεγέθους, χωρίς κάποια έντονα χαρακτηριστικά στοιχεία ή φωτεινά χρώματα και, τις περισσότερες φορές, περνάει απαρατήρητος. Μάλιστα, ο γενικότερος καφέ χρωματισμός του πτερώματός του με τις διάσπαρτες λευκές λωρίδες και στίξεις, σε συνδυασμό με τα ξηρά, με λίγη βλάστηση ενδιαιτήματά του, προσφέρουν καμουφλάζ στο πτηνό και δύσκολα διακρίνεται.
Το ράμφος είναι σχετικά μακρύ και ελαφρά καμπυλωτό, ενώ η κοντή ουρά στο μέσο της είναι καστανή και, στο πλευρικό τμήμα της, ανοικτοκαστανή.
Ωστόσο, το κύριο διαγνωστικό στοιχείο του κατσουλιέρη είναι το λεπτό και μυτερό του λοφίο, μεγαλύτερο από των άλλων κορυδαλών που, όταν είναι ανορθωμένο, διακρίνεται από απόσταση.
Τα θηλυκά είναι παρόμοια με τα αρσενικά, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν μικρότερο λοφίο και περισσότερες κηλίδες και στίξεις στην ράχη από τους ενήλικες.
Ο κατσουλιέρης θεωρείται παμφάγο πτηνό, αν και το διαιτολόγιο περιλαμβάνει κυρίως φυτική ύλη (φθινόπωρο και χειμώνα), όπως σπέρματα διαφόρων φυτών, ιδιαίτερα κόκκους δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη).Ωστόσο, καταναλώνει και έντομα (άνοιξη και καλοκαίρι), κυρίως σκαθάρια,που συλλαμβάνει είτε από την επιφάνεια του εδάφους, είτε με σκάψιμο.
Ο κατσουλιέρης μπορεί να συναθροίζεται σε σμήνη πολλών ατόμων και, πολλές φορές, εμφανίζεται πολύ ήμερος στην ανθρώπινη παρουσία, ιδιαίτερα τον χειμώνα.
Στις περιοχές φωλιάσματος προτιμάει τις χέρσες, καλλιεργημένες περιοχές και είναι περισσότερο «ανεκτικό» είδος στην παρουσία δένδρων από την σταρήθρα. Μπορεί, ωστόσο, να φωλιάσει και σε βραχώδεις ή αμμώδεις θέσεις, ενώ η φωλιά βρίσκεται στο έδαφος, αλλά είναι ανασηκωμένη στις άκρες της. Είναι μια κυπελοειδής κατασκευή μέσα σε μια κοιλότητα του εδάφους, η οποία σκάβεται, εάν δεν υπάρχει κάποια ήδη διαθέσιμη. Η φωλιά είναι πολύ απλή στην δομή της, κατασκευάζεται και από τα δύο φύλα από γρασίδι και πόες και επιστρώνεται με χορτάρι και τρίχες.
Το είδος, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του και των λίγων κινδύνων που αντιμετωπίζει, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας.
Στον ελλαδικό χώρο ο Κατσουλιέρης απαντά και με τις ονομασίες: Ασκορδηλός, Κατσαβός, Κατσιλαϊνός, Κατσουλιανός, Κατσουλιέρος (Αχαΐα), Κατσουλογιάννης, Κορδιαλός, Κόρυδος και Κορυδός, Κουρκουλιάνος (Μακεδονία), Κουρτσολιός, Σκορδιαλός, Τσολοβίτης (Καρδίτσα), Τσουρτσουλιάνος (Έβρος), Τσουτσουλίγκα και Τσουτσουλίγκας, Χλούφτης (Ρέθυμνο), Σκαρτσουλιέρα, Λοφιοκορυδαλός και Σκορταλλός (Κύπρος).